ψανός
Look at other dictionaries:
ψανός — (I) ή, ό, και ψάνιος, α, ο, Ν (για όσπρια) βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ ανός* «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ]. (II) ή, όν, Α βλ. ψηνός … Dictionary of Greek
ψάνα — και ψάνη και αψάνα, η, Ν 1. χλωρό στάχυ σιταριού 2. χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός* (Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ψηνός — και δωρ. τ. ψανός, ή, όν, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν + επίθημα νός (πρβλ. πτη νός)] … Dictionary of Greek